Δείτε επίσης: αποτέμνω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀποτέμνω < ἀπό + τέμνω

  Ρήμα επεξεργασία

ἀποτέμνω

  1. αποκόπτω, αποσχίζω, αποχωρίζω
  2. διαχωρίζω, διαμερίζω με γεωγραφική σημασία
  3. αποχωρίζω για να οικειοποιηθώ, απάγω, κλέβω