Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀνώμαλος < αν- + ὁμαλός (με έκταση του αρχικού φωνήεντος)

  Επίθετο επεξεργασία

ἀνώμαλος