τέλεξ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τέλεξ < αγγλική telex < tele(printer) + ex(change)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τέλεξ ουδέτερο άκλιτο
- δίκτυο για την μετάδοση μηνυμάτων μέσω τηλετύπων
- τηλέτυπο που χρησιμοποιείται σε τέτοιο δίκτυο
- (συνεκδοχικά) χαρτί με εκτυπωμένο μήνυμα που έχει σταλεί με τα παραπάνω μέσα, ή/και το μήνυμα το ίδιο