Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κομπρεσέρ < γαλλικά compresseur
 
εργάτης με κομπρεσέρ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κομπρεσέρ ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία