Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρωματίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

αρωματίζω

  1. κάνω κάτι να ευωδιάζει
  2. επαλείφω με άρωμα


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία