Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py αντικατάσταση κλίσ- με κλίση-'νίκη'
κλη, συλλ, {{ετ|οικογένεια}} , έφκραση
Γραμμή 2:
{{el-κλίση-'νίκη'}}
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχκλη|grc|el|κόρη}} / [[κούρη]] < {{ιε}} {{*}}ker- ([[αυξάνω]])
 
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|ˈkɔ.ɾi|γλ=el|ˈkɔ.ɾi}}
: {{συλλ|κό|ρη}}
 
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
# {{ετ|οικογένεια}} η [[θυγατέρα]]
#: ''έχει ένα γιο και δυο '''κόρες'''''
# το [[κορίτσι]], η κοπέλα
#: ''"βλέπω μια '''κόρη''' κλαίει, σπαρακτικά θρηνεί ..." από τραγούδι του Μ. Θεοδωράκη''
# {{ετ|αρχαιολ}} [[άγαλμα]] νεαρής γυναίκας της αρχαϊκής εποχής
*[# {[ετ|ανατομία|ανατομ.]]}} το στρόγγυλο άνοιγμα της [[ίριδα|ίριδας]] του [[οφθαλμός|οφθαλμού]] «'''ως κόρην οφθαλμού'''»
#: ''έκφραση:''[[κόρη οφθαλμού]], «'''ως κόρην οφθαλμού'''»
 
==== {{σύνθετα}} ====
Γραμμή 67 ⟶ 69 :
 
{{κλείδα-ελλ}}
 
[[Κατηγορία:Οικογένεια (ελληνικά)]]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/κόρη"