σηκώνω τους ώμους: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== ==={{έκφραση|el}}=== {{τ|el|σηκώνω τους ώμους}} # δεν γνωρίζω # έκανα ότι μπορούσα (ή όχι), απέτυχα...
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 16:44, 21 Νοεμβρίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

  Έκφραση

σηκώνω τους ώμους (el)

  1. δεν γνωρίζω
  2. έκανα ότι μπορούσα (ή όχι), απέτυχα και τα παρατ(α)ώ
  3. δεν μπορώ ή δεν θέλω να βοηθήσω
  4. αδιαφορώ


  Μεταφράσεις