σηκώνω τους ώμους: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== ==={{έκφραση|el}}=== {{τ|el|σηκώνω τους ώμους}} # δεν γνωρίζω # έκανα ότι μπορούσα (ή όχι), απέτυχα... Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 16:44, 21 Νοεμβρίου 2016
Νέα ελληνικά (el)
Έκφραση
σηκώνω τους ώμους (el)
- δεν γνωρίζω
- έκανα ότι μπορούσα (ή όχι), απέτυχα και τα παρατ(α)ώ
- δεν μπορώ ή δεν θέλω να βοηθήσω
- αδιαφορώ