βαθμωτό: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== ==={{ετυμολογία|el}}=== βαθμός + -ωτό ==={{ουσιαστικό|el}}=== {{τ|en|{{PAGENAME}}}} * {{μαθ|en}} βαθμωτό,...
 
Γραμμή 6:
 
==={{ουσιαστικό|el}}===
{{τ|enel|{{PAGENAME}}}}
* {{μαθ|enel}} [[βαθμωτό]], ένα μια ποσότητα που έχει μόνο μέτρο
===={{σημειώσεις}}====
Ένα μέλος του σώματος ενός διανυσματικού χώρου. Χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με το [[vector]] ([[διάνυσμα]]) που δηλώνει τα καθ'αυτά μέλη του διανυσματικού χώρου, τα διανύσματα.
*: Π.χ. Στον διανυσματικό χώρο των τετραγωνικών ν x ν πινάκων με μιγαδικά στοιχεία πάνω στο σώμα των πραγματικών αριθμών, οι μιγαδικοί πίνακες αναφέρονται σαν ''διανύσματα'' (vectors), ενώ οι πραγματικοί αριθμοί σαν ''βαθμωτά'' (scalars).
 
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/βαθμωτό"