φύω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ru |
|||
Γραμμή 1:
=={{-grc-}}==
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ιε}}
'''{{PAGENAME}}''' ({{παθ}}: [[φύομαι]])
▲==={{ρήμα|el}}===
#με αιτιατική ή με δοτική και αιτιατική ή και αμετάβατο: [[παράγω]], [[γεννώ]], κάνω να [[φυτρώνω|φυτρώσει]], [[βγάζω]] γένια, μουστάκια, τρίχες
#:''ὅσα γῆ '''φύει'''''
Γραμμή 13 ⟶ 11 :
#:''θεοὶ '''φύουσιν''' ἀνθρώποις φρένας'' (οι θεοί φυτεύουν στον άνθρωπο το νου)
#:''ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν '''φύει''' ἡ δ᾽ ἀπολήγει'' (άλλη γενιά αφήνει απογόνους και άλλη τελειώνει)
#:''ἡ ἱρείη αὐτόθι '''φύει''' πώγωνα μέγαν...'' (η ιέρεια βγάζει γένεια... όταν πρόκειται να τους βρει κακό)
#(μεταφορικά) φέρνω στο φως
#:''χρόνος '''φύει''' τ᾽ ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται''
#η μετοχή αορίστου '''φύσας''' στον ενικό σήμαινε ο [[πατέρας]] και στον πληθυντικό '''οἱ φύσαντες''' σήμαινε οι [[γονείς]], ενώ
#το '''φύομαι''' για τα φυτά, τα ζώα και τις τρίχες σήμαινε [[φυτρώνω]], [[φύομαι]] (π.χ. πτέρωμα),
#:'''''φύονται''' δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ'' (τρίχες)
#:'''''πεφυκότα''' δένδρα'' (τα δέντρα που υπάρχουν, έχουν φυτρώσει εκεί)
#:''σπέρμα παρασχών, οὗτος τῶν '''φύντων'''
#:''μὴ '''φῦναι''' τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον'' (καλύτερα να μη γεννιέται κανείς)
#ο αόριστος '''ἔφυν''' και ο παρακείμενος '''πέφυκα'''
#:''εἰ μὴ κακὸς '''πέφυκα''''' (εκτός και αν είμαι ανάξιος, κακός, αν γεννήθηκα κακός)
#:''τὰ '''φύσει''' πεφυκότα'' (όπως είναι φυσικό να γίνεται)
Γραμμή 30 ⟶ 28 :
#:''δρᾶν '''ἔφυν''' ἀμήχανος'' (αυτό δεν είναι στη φύση μου να το κάνω)
#:''γυνὴ ἐπὶ δακρύοις '''ἔφυ''''' (η γυναίκα από τη φύση της είναι επιρρεπής στα δάκρυα)
#:''πᾶσι θνατοῖς '''ἔφυ''' μόρος'' (ο θάνατος είναι για όλους ή η φύση ορίζει ότι ο
===={{μορφές}}====
*{{αιολ}}: [[φυίω]]
===={{σημειώσεις}}====
Οι τύποι του ρήματος στην ενεργητικη γωνή είναι '''φύω, ἔφυον, φύσω''' και '''ἔφυσα''' (απαρέμφατα ενεστώτα και αορίστου αντίστοιχα,
Στη μέση φωνή οι αρχικοί χρόνοι είναι '''φύομαι, ἐφυόμην, φύσομαι, ἔφυν, πέφυκα''' και '''ἐπεφύκειν'''. Τα απαρέμφατα ενεστώτα, μέλλοντα, αορίστου και παρακειμένου είναι αντίστοιχα '''φύεσθαι, φύσεσθαι, φῦναι''' και '''πεφυκέναι'''. Οι μετοχές των ίδιων χρόνων είναι '''φυόμενος-η-ον, φυσόμενος-η-ον, φύς-φῦσα-φύν''' και '''πεφυκώς-υῖα-ός'''
Εντούτοις το μέσο '''ἔφυν''' είναι ως τύπος
===={{εκφράσεις}}====
*'''ἁλιεὺς πληγεὶς νοῦν φύσει''' (παροιμία: ο ναυτικός/ψαράς που πλήττεται, βάζει μυαλό)
===Ομόηχα===
|