κάλπασαν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
Automated import of articles
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 07:46, 9 Ιουλίου 2012

Νέα ελληνικά (el)

  Ρηματικός τύπος

κάλπασαν

  1. γ' πληθυντικό οριστικής αορίστου του ρήματος καλπάζω