Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 84:
* '''την κάνω''' : (''αργκό'') [[φεύγω]], ιδίως για να [[αποφεύγω|αποφύγω]] μια δυσάρεστη υποχρέωση
* '''την έκανα''': (α) έκανα [[βλακεία]] ή [[ζημιά]] (β) έφυγα
* '''κάνε μας τη χάρη''': για πρόσεχε, συμμαζέψου ([[ευφημισμός]] για [[προσταγή]]) ([[ανάκληση]] στην [[τάξη]])
* '''έκανα μια τρύπα στο νερό''' : άδικος κόπος, [[αποτυχία]] προσπάθειας
* '''κάνω το κορόιδο''' / την πάπια : δεν αναμιγνύομαι, δεν μετέχω σαν να μη με αφορά, ενώ οφείλω να αναμιχθώ
* '''κάνω τον ανήξερο''' / τον ανίδεο : παριστάνω ότι δεν γνωρίζω
* '''κάνω τα στραβά μάτια''' : παραβλέπω, υποκρίνομαι πως δεν είδα κάτι
* '''δεν κάνουμε χωριό''' : δεν μπορούμε να συνεργαστούμε
 
===={{σύνθετα}}====
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/κάνω"