ακονίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Νέο Σύστημα |
→{{ρήμα|el}}: ορισμός |
||
Γραμμή 6:
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
# [[οξύνω]] την [[κόψη]] μαχαιριού ή εργαλείου, το κάνω πιο μυτερό
# οξύνω κάτι [[μυτερός|μυτερό]], ειδικά δόντια ή νύχια
#: ''αρέσει στις γάτες μου να '''ακονίζουν''' τα νύχια τους στον καναπέ''
# {{μτφ}} ετοιμάζομαι για επίθεση
# {{μτφ}} βελτιώνω τις διανοητικές μου ικανότητες
#: '''''ακονίζω''' το μυαλό μου κάνοντας σταυρόλεξα''
|