ωτακουστής: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 7:
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
* αυτός που [[κρυφακούω|κρυφακούει]] (Μοιάζει με επανάληψη ταυτόσημων εννοιών (ώτα + ακούω) αφού μόνο με τα [[αυτί|αυτιά]] [[ακούω|ακούμε]], αλλά αρχικά το [[ακούω]] σήμαινε ακούω [[πολύ]] [[καλά]]. Επίσης η λέξη [[υποδηλώνω|υποδήλωνε]] ότι κάποιος πληροφορείτο κάτι [[μόνο]] με τα αυτιά του, χωρίς να βλέπει εκείνους που μιλούν ή να τον βλέπουν εκείνοι, σε μια εποχή που δεν υπήρχε τηλέφωνο -κατά συνέπεια η μόνη περίπτωση τότε να ακούς αλλά να μη βλέπεις τον ομιλητή, ήταν να ακούς [[κρυφά]] ή να είσαι τυφλός)
 
 
===={{συγγενικά}}====
[[ὠτακουστέω]]-ῶ αρχ. ρήμα, δόκιμο μόνο στον ενεστώτα
 
===={{μεταφράσεις}}====