ώστε: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
αγγλική μετάφραση |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1:
{{=el=}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ὥστε]]
{{-προφ-}}
{{ΔΦΑ|ˈɔ.stɛ}}
{{-συνδ-|el}}
'''{{PAGENAME}}''' ''(συμπερασματικός)''
# με σκοπό να... , έτσι που να...
▲{{-μτφ-}}
#: ''διαβάζει πολύ '''ώστε''' να γράψει καλά στις εξετάσεις''
# με αποτέλεσμα να...
#: ''έχει τόση αυστηρότητα, '''ώστε''' να μην είναι συμπαθής''
{{-επιρ-|el}}
'''{{PAGENAME}}'''
* ''(συνήθως, στην αρχή της πρότασης)'' [[άρα]], [[επομένως]], [[συνεπώς]]
:: '''''ώστε''' δεν πεινάς, αφού έφαγες έξω!''
{{-μτφ-}}
{{(}}
* {{en}} : {{τ|en|so}}, {{τ|en|so that}}
|