Εγγαρές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Εγγαρές < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕγγαρές θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό (παλιότερα, καθαρεύουσα Ἐγγαραί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Εγγαρές
|
Εγγαρές θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό (παλιότερα, καθαρεύουσα Ἐγγαραί)
|