Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΕΛΒΟ <  : ΕΛληνική Βιομηχανία Οχημάτων

  Συντομομορφή επεξεργασία

ΕΛ.Β.Ο. θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο (προφέρεται ελβό)