Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δουλάκας < τουρκική dul (χήρα) + -άκας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δουλάκας αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία

  • Δουλάκας σελ.115 -  Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.