Γρηγορομιχελάκη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Γρηγορομιχελάκη < γενική ενικού του αρσενικού Γρηγορομιχελάκης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣɾi.ɣo.ɾo.mi.çeˈla.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γρη‐γο‐ρο‐μι‐χε‐λά‐κη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓρηγορομιχελάκη θηλυκό άκλιτο