Γκλίγκοροφ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Γκλίγκοροφ < μεταγραφή για τη σλαβομακεδονική Глигороф (Glígorov)· μορφολογικά αναλύεται σε Γκλίγκορ + -οφ
Μεταγραφή
επεξεργασίαΓκλίγκοροφ αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό Γκλιγκόροβα)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Γκλιγκόροφ (βουλγαρικό επώνυμο)