Γαβριέλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Γαβριέλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική Gabriella, με απλοποίηση των δύο [ll], θηλυκό του Gabriele → δείτε το ελληνιστικό Γαβριήλ, εβραϊκής αρχής
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓαβριέλα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Γαβριέλα
|