Δείτε επίσης: βοῶπις

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Βοῶπις < βοῶπις < βοῦς, βοο- + ὤψ (κυριολεκτικά: αυτή που έχει μάτια σαν του βοδιού, δηλαδή που έχει μεγάλα μάτια)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Βοῶπις θηλυκό