Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βοσκοπούλα < βοσκοπούλα < βοσκός + -πούλα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βοσκοπούλα θηλυκό