Ετυμολογία

επεξεργασία
Βέγκου < γενική ενικού του αρσενικού Βέγκος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Βέγκου θηλυκό (αρσενικό Βέγκος)

Μεταγραφές

επεξεργασία