Ετυμολογία

επεξεργασία
Αρναούτη < γενική ενικού του αρσενικού Αρναούτης < τουρκική Arnavut (Αλβανός)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

επεξεργασία