Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αξάκοφ < μεταγραφή για τη ρωσική Аксаков (Aksákov)

Μεταγραφές επεξεργασία

Αξάκοφ αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό Αξάκοβα)