Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αλάγκοφ < μεταγραφή για τη ρωσική Алагов

  Μεταγραφή επεξεργασία

Αλάγκοφ αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό Αλάγκοβα)