Δείτε επίσης: αέρες

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αέρες < αέρας στον πληθυντικό

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αέρες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  • (περιοχή) παλαιότερη ονομασία της περιοχής της Κακιάς Σκάλας που ήταν σε χρήση μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα

  Μεταφράσεις επεξεργασία