ΑΜ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ΑΜ < : Αυτού Μακαριότητα
- ΑΜ < : Αυτού Μεγαλειότητα
- ΑΜ < : Αυτής Μεγαλειότητα
- ΑΜ < : Αστυνομία Μονάδος (στρατιωτικής)
- ΑΜ < : Αστρονομική Μονάδα
Συντομομορφή
επεξεργασίαΑΜ θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο