Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Έκο < ιταλική Eco

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Έ‐κο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Έκο αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία