Έκο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈe.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Έ‐κο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΈκο αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Ουμπέρτο Έκο στη Βικιπαίδεια (1932-2016), Ιταλός σημειολόγος, φιλόσοφος και δοκιμιογράφος