Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Άνναμπελ < αγγλική Annabel

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Άνναμπελ θηλυκό

  • γυναικείο όνομα
  • ※  Μα ήταν τρανή η αγάπη που αγαπιόμαστε — | Η ΑΝΝΑΜΠΕΛ ΛΗ κι εγώ. … (Από το ποίημα του Έντγκαρ Άλλαν Πόε «Άνναμπελ Λη», σε μετάφραση Κ. Παπαδάκη, στο: Ποίηση και φαντασία, επιμ. Αλέξης Ζήρας [Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδη, 1988], σ. 41).

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία