Άι-Βασίλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΆι-Βασίλης αρσενικό
- άλλη μορφή του αϊ-Βασίλης
- ※ «Ποιος νά 'ναι άραγε ο μυστηριώδης Άι-Βασίλης που φέρνει τέτοια δώρα, να τον ευχαριστήσουμε;», αναρωτήθηκε με παιδική φωνούλα. (Γιάννης Φαρσάρης, JOHNNIE SOCIETY, Artificial Edition, 2009, σελ. 228 [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία Άι-Βασίλης
→ δείτε τη λέξη αϊ-Βασίλης |