Ετυμολογία

επεξεργασία
ŝrumpi < ŝrump- + -i
ρήμα ŝrumpi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ŝrumpas ŝrumpanta ŝrumpata
αόριστος ŝrumpis ŝrumpinta ŝrumpita
μέλλοντας ŝrumpos ŝrumponta ŝrumpota
υποθετική ŝrumpus - -
προστακτική ŝrumpu - -

ŝrumpi (eo)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

sxrumpi, shrumpi, s'rumpi