Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ŝargi < ŝarĝ- + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα ŝarĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ŝarĝas ŝarĝanta ŝarĝata
αόριστος ŝarĝis ŝarĝinta ŝarĝita
μέλλοντας ŝarĝos ŝarĝonta ŝarĝota
υποθετική ŝarĝus - -
προστακτική ŝarĝu - -

ŝargi (eo)

  1. φορτώνω
  2. φορτίζω

Άλλες γραφές επεξεργασία

sxargxi, sharghi, s'arg'i