światłomierz
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
światłomierz (pl) < από τη λέξη światło (pl) και το επίθημα -mierz (pl)
Ουσιαστικό επεξεργασία
światłomierz (pl) αρσενικό
- το φωτόμετρο
światłomierz (pl) < από τη λέξη światło (pl) και το επίθημα -mierz (pl)
światłomierz (pl) αρσενικό