Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

światło (pl) ουδέτερο

  1. το φως
  2. (κοινά, συνήθως στον πληθυντικό) το φανάρι, τα φανάρια

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη świecić