Ετυμολογία

επεξεργασία
ıstakoz < (άμεσο δάνειο) νέα ελληνική αστακός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɯs.tɑˈkɔz/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ıstakoz (tr)