Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ĝustigi < ĝust + -ig- + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα ĝustigi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ĝustigas ĝustiganta ĝustigata
αόριστος ĝustigis ĝustiginta ĝustigita
μέλλοντας ĝustigos ĝustigonta ĝustigota
υποθετική ĝustigus - -
προστακτική ĝustigu - -

ĝustigi (eo)