Τουρκικά (tr) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

öğrenci < öğrenmek (μαθαίνω) + -ci

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

öğrenci (tr)

  1. ο μαθητής
  2. η μαθήτρια

Κλίση Επεξεργασία