étymologique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ti.mɔ.lo.ʒik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
étymologique | étymologiques |
étymologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
étymologique | étymologiques |
étymologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό