étalage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- étalage < étaler
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
étalage | étalages |
étalage (fr) αρσενικό
- εκθετήριο εμπορευμάτων προς πώληση
- η επιδεικτική παρουσίαση
Εκφράσεις επεξεργασία
- droit d'étalage: φόρος για να μπορεί ένας έμπορος να παρουσιάσει τα εμπορεύματά του για να τα πουλήσει
- faire étalage de quelque chose: παρουσιάζω επιδεικτικά κάτι