ενικός         πληθυντικός  
équiprobable équiprobables

  Επίθετο

επεξεργασία

équiprobable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • που έχει ίσες πιθανότητες (με κάτι άλλο) να γίνει πραγματικότητα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη probable