Ετυμολογία

επεξεργασία

épouvante < épouvanter

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pu.vɑ̃t/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
épouvante épouvantes

épouvante (fr) θηλυκό