Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
épique épiques

épique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία