épigraphique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.ɡʁa.fik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
épigraphique | épigraphiques |
épigraphique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
épigraphique | épigraphiques |
épigraphique (fr) αρσενικό ή θηλυκό