épidémique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.de.mik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
épidémique | épidémiques |
épidémique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
épidémique | épidémiques |
épidémique (fr) αρσενικό ή θηλυκό