Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.de.mik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
épidémique épidémiques

épidémique (fr) αρσενικό ή θηλυκό