énigmatique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.niɡ.ma.tik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
énigmatique | énigmatiques |
énigmatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
énigmatique | énigmatiques |
énigmatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό