électrophysiologie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
électrophysiologie | électrophysiologies |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαélectrophysiologie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
électrophysiologie | électrophysiologies |
électrophysiologie (fr) θηλυκό