électronégativité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
électronégativité | électronégativités |
Ουσιαστικό επεξεργασία
électronégativité (fr) θηλυκό
- (χημεία) η ηλεκτροαρνητικότητα
ενικός | πληθυντικός |
électronégativité | électronégativités |
électronégativité (fr) θηλυκό