Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.lɛk.tʁɔ.me.ka.nik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
électromécanique électromécaniques

électromécanique (fr) αρσενικό ή θηλυκό