Ετυμολογία

επεξεργασία
électroencéphalogramme < électro- + encéphale + -gramme

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.lɛk.tʁɔ.ɑ̃.se.fa.lɔ.ɡʁam/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
électroencéphalogramme électroencéphalogrammes

électroencéphalogramme (fr) αρσενικό